υπερεκτίμηση

υπερεκτίμηση
η
η υπερβολική εκτίμηση.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • υπερεκτίμηση — η, Ν [υπερεκτιμώ] υπερβολική εκτίμηση …   Dictionary of Greek

  • έπαρση — η (AM ἔπαρσις) [επαίρω] 1. ανύψωση («έπαρση σημαίας») 2. υπερηφάνεια, αλαζονεία («ἐπαινεῑ δὲ τὸ τοιοῡτον τῆς ἐπάρσεως εἶδος», Γρηγ. Νύσσ.) μσν. 1. (για ύφος) ύψος 2. υπερεκτίμηση, «μεγάλη ιδέα» για κάποιον 3. στον πληθ. α) μεγαλεία («τ ἀγαθὰ κ οἱ …   Dictionary of Greek

  • μεγαλομανία — η 1. η υπερεκτίμηση από ένα άτομο τών ικανοτήτων και προσόντων του σε όλους τους τομείς, τόσο φυσικούς όσο και πνευματικούς και κοινωνικούς 2. η προσπάθεια κάποιου για επιδίωξη έργων πολύ μεγαλύτερων από όσο η ικανότητά του ή η κατάστασή του τού… …   Dictionary of Greek

  • παράνοια — (Ιατρ.). Ψυχοπάθεια που χαρακτηρίζεται από την παρουσία ενός συστηματικού παραληρήματος, το οποίο έχει οικοδομηθεί λογικά ξεκινώντας από ψευδή δεδομένα και αντιτάσσεται σε κάθε κριτική και, ακόμα, στα πιο οφθαλμοφανή γεγονότα. Το σύμπλεγμα των… …   Dictionary of Greek

  • παρανοϊκός — και, μη εν χρήσει τ. παρανοιακός, ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παράνοια ή αυτός που προσιδιάζει στην παράνοια 2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο παρανοϊκός, η παρανοϊκή άτομο που πάσχει από παράνοια ή άτομο που συμπεριφέρεται σαν να… …   Dictionary of Greek

  • υπερτίμηση — η, Ν 1. υπερεκτίμηση, υπέρμετρη εκτίμηση 2. η αύξηση τής τιμής τών εμπορεύσιμων αγαθών, ανατίμηση 3. η αύξηση τής αξίας ή τής προσόδου περιουσιακού στοιχείου, υπερτίμημα 4. φρ. «αυτόματη υπερτίμηση» (οικον.) κάθε ανοδική κίνηση τού επιπέδου τιμών …   Dictionary of Greek

  • ύβρις — (I) εως, η / ὕβρις, ΝΜΑ, τ. γεν. και εος και επικ. και ιων. τ. ιος, Α 1. έκφραση, λόγος ή πράξη που προσβάλλει την αξιοπρέπεια ή την τιμή κάποιου 2. (ιδίως στην αρχ. ελλ. τραγωδία και σχετικά με τον τραγικό ήρωα) αλαζονική και αυθάδης συμπεριφορά …   Dictionary of Greek

  • υπερτίμηση — η 1. υπερβολική εκτίμηση, υπερεκτίμηση, ανατίμηση, ύψωση της τιμής των εμπορευμάτων: Δυο φορές έγινε φέτος υπερτίμηση των παπουτσιών. 2. υπερτίμημα (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”